εγγυητικός

εγγυητικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση, που εγγυάται: Εγγυητική επιστολή.
2. το ουδ. ως ουσ., εγγυητικό, το η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγγυητικός — ή, ό (AM ἐγγυητικός, ή, όν Μ και ἐγγυτικός, ή, όν) [εγγυώ] αυτός που αναφέρεται στην εγγύηση μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγυητικό(ν) έγγραφο με το οποίο συμφωνείται η εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • ἐγγυητικῶν — ἐγγυητικός connected with suretyship fem gen pl ἐγγυητικός connected with suretyship masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυητικῶς — ἐγγυητικός connected with suretyship adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”