- εγγυητικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση, που εγγυάται: Εγγυητική επιστολή.2. το ουδ. ως ουσ., εγγυητικό, το η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.